- ανθοτύρι
- ανθότυρο τό , ανθότυρος ο свежий, пресный сыр
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ανθοτύρι — το (κ. ανθότυρο κ. αθότυρο) (κ. ανθότυρος, ο) 1. είδος μαλακού εκλεκτού τυριού με πολύ πάχος, ανάλατη μυζήθρα, χλωροτύρι, τροφάλι 2. φρ. «δεν τρώει ο γάιδαρος αθότυρο» για άνθρωπο ανάξιο που επιδιώκει σπουδαία πράγματα … Dictionary of Greek
άνθος — Βασικό τμήμα κάθε φυτού, αν και υπάρχουν φυτά που δεν ανθοφορούν.Λέγεται και λουλούδι. Το ά. είναι το μέρος του φυτού που περιέχει τα όργανα της εγγενούς αναπαραγωγής· κατά κανόνα είναι το πιο όμορφο, το πιο φανταχτερό και το πιο ευωδιαστό μέρος… … Dictionary of Greek